- κοκκυγέα
- κοκκυγ-έα, ἡ,A wig-tree, Rhus Cotinus, cj. in Thphr.HP3.16.6, cf. Plin.HN13.121:—but [full] κοκκυγία· ἀνεμώνη (Croton.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοκκυγέα — κοκκυγέα, ἡ (Α) [κόκκυξ] δένδρο με χνουδωτό καρπό μέσα σε θήκη, το οποίο χρησίμευε για κόκκινη βαφή, ίσως το τοξικό είδος ρους ο κότινος … Dictionary of Greek
κοκκυγέας — κοκκυγέᾱς , κοκκυγέα wig tree fem acc pl κοκκυγέᾱς , κοκκυγέα wig tree fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκύγινος — κοκκύγινος, ίνη, ον (Α) [κοκκυγέα] (κατά τον Ησύχ.) ο βαμμένος με βαθύ κόκκινο χρώμα, ο πορφυρός … Dictionary of Greek